- κατασκεπαστός
- κατασκεπ-αστός, όν,A covered, Aq.Nu.7.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατασκεπαστός — ή, ό (Α κατασκεπαστός, όν) [κατασκεπάζω] νεοελλ. συγκαλυμμένος αρχ. εντελώς σκεπασμένος … Dictionary of Greek
κατασκέπαστος — η, ο ο σκεπασμένος εντελώς: Τα χωράφια είναι κατασκέπαστα από το χιόνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)